Θεσσαλικῆς

Θεσσαλικῆς
Θεσσαλικός
chair
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Θετταλικῆς — Θεσσαλικῆς , Θεσσαλικός chair fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Μηλιάς — Μηλιάς, άδος, ἡ (Α) 1. η Μηλία γη, δηλ. είδος χώματος τής νήσου Μήλου 2. στον πληθ. αἱ Μηλιάδες α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, ιδίως τής μηλιάς β) οι νύμφες τών ποιμνίων γ) οι νύμφες τής θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν ἄγει πρὸς …   Dictionary of Greek

  • καρδίτσα — Πόλη (υψόμ. 105 μ., 32.031 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Είναι χτισμένη στο δυτικό άκρο της Θεσσαλικής πεδιάδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην Κ. γίνεται η διακίνηση και το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων της θεσσαλικής γης, ενώ η πόλη… …   Dictionary of Greek

  • φάλαρα — Πόλη της αρχαίας θεσσαλικής Φθιώτιδας. Αν και πολλοί την τοποθετούν στη θέση της σημερινής Στυλίδας, οι περισσότεροι διαφωνούν, χωρίς ωστόσο να καθορίζουν την, κατά την αντίληψή τους, τοποθεσία της. * * * τα, ΝΜΑ, και σπάν. ενικ. τ. φάλαρον, τὸ,… …   Dictionary of Greek

  • Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

  • Δημητριάς — I Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας. Ιδρύθηκε από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή γύρω στο 294 π.Χ., ΒΑ της παλαιότερης πόλης Παγασαί, κοντά στη θάλασσα και απέναντι από τη σημερινή πόλη Βόλο. Για τον εντοπισμό της ακριβούς θέσης της είχαν γίνει πολλές… …   Dictionary of Greek

  • Μηλιεύς — Μηλιεύς, έως, δωρ. τ. Μαλιεύς, ο, θηλ. Μηλίς, ίδος (Α) [Μηλίς] 1. ο κάτοικος τής θεσσαλικής χώρας Μηλίδος 2. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μηλίδα, Μηλιακός, Μαλιακός («Μηλιεὺς κόλπος» ή «Μηλὶς λίμνη» ο Μαλιακός κόλπος) …   Dictionary of Greek

  • Τραχίς — Πόλη της Θεσσαλικής Φθιώτιδας, που ο Όμηρος τη μνημονεύει ως μια από τις 5 πόλεις του κράτους του Αχιλλέα. Ο Ηρόδοτος στην Ιστορία του (Z’ 199) αναφέρει πως η Τ. απείχε από τον Μέλανα ποταμό 5 στάδια, και πως το κατοικημένο τμήμα της είναι το… …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”